μπαλτάς — ο (λ. τουρκ.), κοφτερό εργαλείο με ξύλινο στειλιάρι, το τσεκούρι, το πελέκι: Έκοψε τα κλαδιά με μπαλτά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Μπαλτάς, Κωνσταντίνος — Αγωνιστής του 1821 από τις Παπαδάτες της Μακρυνείας. Υπερασπίστηκε γενναία το Μεσολόγγι και έπεσε στην Έξοδο … Dictionary of Greek
-αδιά — κατάλ. θηλ. ουσ. π.χ. βαρκ αδιά, μπαλτ αδιά, κουβ αδιά κ.ά. Είναι επεκτεταμένη μορφή τής κατάλ. ιά* από το περιττοσύλλαβο θ. τού πληθ. σε άδες, π.χ. μπαλτάς μπαλτάδες μπαλταδιά … Dictionary of Greek
κόπανο — (I) το (ΑM κόπανον) το όργανο με το οποίο κοπανίζουμε, κόπανος, γουδοχέρι νεοελλ. 1. το ξύλο με το οποίο χτυπά κάποιος τα ρούχα τής πλύσης, ο κόπανος 2. λαϊκή ονομασία τού φυτού λάπαθο το πολύχρωμο μσν. φρ. «κοπάνου γυμνότερος» εντελώς… … Dictionary of Greek
μπαλτατζής — και μπαλντατζής, ο 1. άντρας που κόβει ξύλα με μπαλτά παίρνοντας αμοιβή, επαγγελματίας ξυλοκόπος 2. (στους Τούρκους) α) σκαπανέας στρατιώτης β) φρουρός σουλτάνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. baltaci < balta «μπαλτάς»] … Dictionary of Greek
τσεκούρι — Ημιορεινός οικισμός (27 κάτ., υψόμ. 400 μ.) στην πρώην επαρχία Νικόπολης και Πάργας του νομού Πρέβεζας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βουβοποτάμου. * * * και τσικούρι, το, Ν πέλεκυς, μπαλτάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < σεκούριον (< securis «τσεκούρι»), με… … Dictionary of Greek
χειροπέλεκυς — έκεως, ο, Ν (λόγιος τ.) ένα από τά πρώτα εργαλεία κοπής που κατασκεύασε ο άνθρωπος, αποτελούμενο από κοπτική αιχμή παράλληλα συνδεδεμένη με χειρολαβή, και το οποίο χρησιμοποιείται, βελτιωμένο κάθε φορά, από την λίθινη εποχή μέχρι σήμερα, κν.… … Dictionary of Greek
Αδάμ — I Το όνομα του πρώτου ανθρώπου κατά την Αγία Γραφή. Η λέξη προέρχεται από το εβραϊκό adamah (καλλιεργήσιμη γη) και αρχικά σήμαινε άνθρωπος, ανθρωπότητα. Στο βιβλίο της Γενέσεως (A’, 26 κε. και B’, 18 κε.) αναφέρεται πως ο Θεός έπλασε τον Αδάμ και … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… … Dictionary of Greek
baltag — BALTÁG, baltage, s.n. Topor cu coadă lungă, întrebuinţat şi ca armă. ♦ fig. Lovitură aplicată cu acest topor. [pl. şi: baltaguri. var.: (reg.) baltác s.n.] – cf. tc. b a l t a. Trimis de paula, 17.03.2002. Sursa: DEX 98 … Dicționar Român