μπαλτάς

μπαλτάς
ο
1. ο πέλεκυς, το τσεκούρι («μα ο Νικοτσάρας με τον μπαλτά τού έσπασε τους γάντζους», Παπαδ)
2. ναυτ. τύπος πλώρης πλοίου τής οποίας η άκρη είναι κάθετη ή σχεδόν κάθετη προς την επιφάνεια τής θάλασσας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. balta].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μπαλτάς — ο (λ. τουρκ.), κοφτερό εργαλείο με ξύλινο στειλιάρι, το τσεκούρι, το πελέκι: Έκοψε τα κλαδιά με μπαλτά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Μπαλτάς, Κωνσταντίνος — Αγωνιστής του 1821 από τις Παπαδάτες της Μακρυνείας. Υπερασπίστηκε γενναία το Μεσολόγγι και έπεσε στην Έξοδο …   Dictionary of Greek

  • -αδιά — κατάλ. θηλ. ουσ. π.χ. βαρκ αδιά, μπαλτ αδιά, κουβ αδιά κ.ά. Είναι επεκτεταμένη μορφή τής κατάλ. ιά* από το περιττοσύλλαβο θ. τού πληθ. σε άδες, π.χ. μπαλτάς μπαλτάδες μπαλταδιά …   Dictionary of Greek

  • κόπανο — (I) το (ΑM κόπανον) το όργανο με το οποίο κοπανίζουμε, κόπανος, γουδοχέρι νεοελλ. 1. το ξύλο με το οποίο χτυπά κάποιος τα ρούχα τής πλύσης, ο κόπανος 2. λαϊκή ονομασία τού φυτού λάπαθο το πολύχρωμο μσν. φρ. «κοπάνου γυμνότερος» εντελώς… …   Dictionary of Greek

  • μπαλτατζής — και μπαλντατζής, ο 1. άντρας που κόβει ξύλα με μπαλτά παίρνοντας αμοιβή, επαγγελματίας ξυλοκόπος 2. (στους Τούρκους) α) σκαπανέας στρατιώτης β) φρουρός σουλτάνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. baltaci < balta «μπαλτάς»] …   Dictionary of Greek

  • τσεκούρι — Ημιορεινός οικισμός (27 κάτ., υψόμ. 400 μ.) στην πρώην επαρχία Νικόπολης και Πάργας του νομού Πρέβεζας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βουβοποτάμου. * * * και τσικούρι, το, Ν πέλεκυς, μπαλτάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < σεκούριον (< securis «τσεκούρι»), με… …   Dictionary of Greek

  • χειροπέλεκυς — έκεως, ο, Ν (λόγιος τ.) ένα από τά πρώτα εργαλεία κοπής που κατασκεύασε ο άνθρωπος, αποτελούμενο από κοπτική αιχμή παράλληλα συνδεδεμένη με χειρολαβή, και το οποίο χρησιμοποιείται, βελτιωμένο κάθε φορά, από την λίθινη εποχή μέχρι σήμερα, κν.… …   Dictionary of Greek

  • Αδάμ — I Το όνομα του πρώτου ανθρώπου κατά την Αγία Γραφή. Η λέξη προέρχεται από το εβραϊκό adamah (καλλιεργήσιμη γη) και αρχικά σήμαινε άνθρωπος, ανθρωπότητα. Στο βιβλίο της Γενέσεως (A’, 26 κε. και B’, 18 κε.) αναφέρεται πως ο Θεός έπλασε τον Αδάμ και …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… …   Dictionary of Greek

  • baltag — BALTÁG, baltage, s.n. Topor cu coadă lungă, întrebuinţat şi ca armă. ♦ fig. Lovitură aplicată cu acest topor. [pl. şi: baltaguri. var.: (reg.) baltác s.n.] – cf. tc. b a l t a. Trimis de paula, 17.03.2002. Sursa: DEX 98  …   Dicționar Român

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”